Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Από το Αναγνωστικό της Β΄ Δημοτικού του 1949

19. ῾Η σχολικὴ γιορτὴ τῶν
Χριστουγέννων καὶ τῆς

Πρωτοχρονιᾶς


Στὰ σπίτια γίνονται πολλὲς ἑτοιμασίες γιὰ
τὶς μεγάλες γιορτές, ποὺ ἔρχονται. Τὰ παιδιὰ
γιώρτασαν καὶ στὸ σχολεῖο τὰ Χριστούγεννα
καὶ τὴν Πρωτοχρονιά.
Στὴ μεγαλύτερη αἴθουσα τοῦ σχολείου
ἔστησαν μιὰ ὄμορφη σπηλιά. Τὴν ἔκαμαν μὲ
πέτρες καὶ μέ τοῦβλα.
᾽Επάνω τὴ σκέπασαν μὲ χλωρὰ χορταράκια
καὶ σκόρπισαν χνούδι ἀπὸ βαμβάκι, γιὰ νὰ
δείχνη, πὼς ἧταν χιονισμένη.
Στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς ἔβαλαν ἕνα μικρὸ
κουτάκι, ἀντὶ γιὰ φάτνη. Μέσα εἶχαν ἕνα
βρέφος καμωμένο ἀπὸ πηλό, ποὺ παράσταινε
τὸ Χριστούλη. Γύρω εἷχαν τὸν ᾽Ιωσήφ, τὴν
Παναγία, βοσκοὺς καὶ προβατάκια.
Ὅλα ἦσαν ἀπὸ πηλοὺς χρωματιστούς˙ τὰ
ἔκαμαν τὰ παιδιὰ μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ μὲ
τέχνη.



70
Ἄναψαν κι ἕνα μικρὸ καντηλάκι.
Τὰ παράθυρα ἦσαν σκοτεινιασμένα μὲ
γαλάζιες κόλλες. ᾽Επάνω σ᾽αὐτὲς τὶς κόλλες
ἦσαν κολλημένες σκηνὲς ἀπὸ τὴ γέννηση
καὶ τὴν πρωτοχρονιά: τὸ λαμπρὸ ἄστρο μὲ τὶς
ὁλόχρυσες ἀχτῖνες˙ οἱ μάγοι μὲ τὶς καμῆλες
τους· οἱ μάγοι, ποὺ προσκύνησαν μὲ τὰ δῶρα
στὰ χέρια· οἱ βοσκοὶ μὲ τὰ ἀρνιά οἱ ἄγγελοι·
ὁ Ἅγιο - Βασίλης μὲ τὰ δῶρα· παιδιὰ μὲ
καράβια, μὲ τύμπανα καὶ μὲ σιδεράκια, ποὺ
ἔλεγαν τὰ κάλαντα. Κι ἄλλες πολλὲς σκηνές,
ὄμορφα τοποθετημένες, ἐφάνταζαν, σὰν
πραγματικές.
Κι ὅλα αὐτὰ ἦσαν σχεδιασμένα καὶ βγαλ-
μένα μὲ τὸ ψαλίδι ἀπὸ χρυσόκολλες κι ἀπὸ
διάφορες γυαλιστερὲς κόλλες.
Εἶναι ὄμορφα, πολὺ ὄμορφα στολισμένη ἡ
αἴθουσα τῆς γιορτῆς.
Εἶναι καλεσμένοι κι οἱ γονεῖς τῶν παιδιῶν.
Καὶ κοιτάζουν παντοῦ· δὲν ξαίρουν τὶ νὰ
πρωτοθαυμάσουν! Ὅλα τοὺς ἀρέσουν!
Ἀρχίζει ἡ γιορτὴ!


71
Ὅλα τὰ παιδιὰ ψάλλουν τὰ κάλαντα:
Χριστὸς γεννᾶται σήμερον
στὴ Βηθλεὲμ τὴν πόλη,
οἱ Οὐρανοὶ ἀγάλλονται
καὶ χαίρει ἡ φύση ὅλη.
Λένε καὶ ποιήματα καὶ τραγουδοῦν
Χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
Τὰ μικρὰ παιδιὰ παρασταίνουν τοὺς
μάγους.
Τὰ μεγάλα παρασταίνουν τοὺς βοσκοὺς μὲ
τοὺς ἀγγέλους γύρω ἀπὸ τὴ σπηλιά.
Ἔπειτα ἄρχισαν ποιήματα καὶ τραγούδια
τῆς Πρωτοχρονιᾶς.
Παιδιὰ μικρὰ καὶ μεγάλα, κρατῶντας
στὰ χέρια τὸν «Ἀβέρωφ» τὸ μεγάλο χάρτινο
καράβι τους, ἄρχισαν:
Ἀρχιμηνιὰ καἰ ἀρχιχρονιὰ
κι ἀρχὴ καλός μας χρόνος.
Ἀγιο - Βασίλης ἔρχεται
ἀπὸ τὴν Καισαρεία.
Κι ἀμέσως παρουσιάστηκε ὁ γέροντας μὲ


72

τὰ χρυσᾶ χιονᾶτα γένεια, μὲ τὴν χοντρὴ τὴν
κάπα του, φορτωμένος ἕνα σάκκο μὲ δῶρα.
Τὰ παιδιὰ τὸν ἐρώτησαν:
Βασίλη πόθεν ἔρχεσαι;
καὶ πόθε κατεβαίνεις;
Ὁ γέροντας ἀπάντησε:
Ἀπὸ τὴ μάννα μου ἔρχομαι
καὶ στὸ σχολειὸ πηγαίνω.
Τὰ παιδιὰ εἶπαν:
Βασίλη ξαίρεις γράμματα;
πές μας τὴν Ἄλφα - Βῆτα
κι ἔλα κόψε μας τὴν πίττα.
Κι ἀμέσως ὁ γέροντας ἔκοψε καὶ μοίρασε
τὴν πίττα, ποὺ τοῦ παρουσίασαν κορίτσια
ἀπ’ τὶς μεγάλες τάξεις. Καὶ κάποιο παιδάκι
ψάχνοντας τὴν πίττα ξεφώνησε: «τὸ βρῆκα! τὸ
βρῆκα!» Ὅλοι χάρηκαν, ποὺ ηὖρε τὸ νόμισμα
ἕνα καλὸ παιδάκι καὶ εἶπαν: «Εὖγε, εὖγε.
Καὶ τοῦ χρόνου!... Καὶ τοῦ χρόνου!... Χρόνια
πολλά!».
῎Επειτα ἐμοίρασε καὶ δῶρα ὁ Ἅγιο - Βασί-
λης:
κοῦκλες - τόπια - στρατιωτάκια,
κάλτσες - ροῦχα - παπουτσάκια,
κασετίνες - μαντηλάκια,
χαρτί, πέννες, παιγνιδάκια.
Ἡ γιορτὴ τελείωσε. Οἱ γονεῖς γεμᾶτοι
χαρά, εὐχαρίστησαν τὸ δάσκαλο κι ἔφυγαν.
Τὰ μαθήματα ἔπαψαν γιὰ δέκα πέντε
μέρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Locations of visitors to this page